- βαΐουλος
- οβλ. βάιλας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάιλας — ο (AM βαΐουλος, Μ βάιλος και βάγιλος και βάγυλος) παιδαγωγός μσν. νεοελλ. υπηρέτης μσν. 1. τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη 2. αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα 3. ο αντιβασιλέας της… … Dictionary of Greek
CATHEGETA — ex Graeco Καθηγητὴς, Doctor, praeceptor, apud Theophylactum Bulgarorum Archiepiscopum in Institut. Reg. Part. 1. c. 2. Idem qui Βαΐουλος seu Imperatoris Magister, Codinus … Hofmann J. Lexicon universale
βάγια — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * η (Α βαΐα, Μ βάια και βάγια) 1. τροφός,… … Dictionary of Greek
μπάιλος — μπάϊλος και μπαΐουλος και μπαϊοῡλος και μπαλιός, ὁ (Μ) βλ. βάιλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπαΐουλος < λατ. baiulus «αχθοφόρος» (πρβλ. βαΐουλος), ενώ ο τ. μπάιλος < ιταλ. bailo «άρχοντας, κυβερνήτης» < λατ. baiulus (πρβλ. βάιλας)] … Dictionary of Greek
băiat — BĂIÁT, băieţi, s.m. 1. Copil de sex bărbătesc. ♢ (reg.; la pl.) Copii (indiferent de sex). 2. Persoană de sex bărbătesc ieşită nu de mult din vârsta copilăriei; p.ext. adolescent, flăcău. ♢ (Cu nuanţă afectivă, despre bărbaţi mai în vârstă) Bun… … Dicționar Român